- σύμμολπος
- -ον, Α(ποιητ. τ.)1. αυτός που τραγουδά μαζί με κάποιον άλλο2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Σύμμολποιένωση αοιδών από τη Θήρα η οποία είχε και θρησκευτικό χαρακτήρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -μολπος (< μολπή «τραγούδι, μέλος»), πρβλ. ἀντί-μολπος].
Dictionary of Greek. 2013.